-
1 πῡρο-τομία
πῡρο-τομία, ἡ, Weizenschnitt, Weizenernte, zw.
-
2 σπλαγχνο-τομία
σπλαγχνο-τομία, ἡ, das Zerschneiden der Eingeweide, Tzetz., der auch σπλαγχνοτομικός bildet.
-
3 σταφυλη-τομία
σταφυλη-τομία, ἡ, das Traubenschneiden (?).
-
4 σταφυλο-τομία
σταφυλο-τομία, ἡ, das Traubenabschneiden (?).
-
5 συν-τομία
συν-τομία, ἡ, Abkürzung, Kürze; λόγων, Plat. Phaedr. 267 b; Ggstz ὄγκος λέξεως, Arist. rhet. 3, 6; ὁδοῦ, Plut. Ant. 41.
-
6 σκῡτο-τομία
σκῡτο-τομία, ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.
-
7 τριχο-τομία
τριχο-τομία, ἡ, Theilung in drei Theile, Sp.
-
8 φλεβο-τομία
φλεβο-τομία, ἡ, das Oeffnen der Ader, Aderlassen, Arist. H. A. 3, 3 u. Medic.
-
9 χορτο-τομία
χορτο-τομία, ἡ, das Abschneiden, Abmähen des Grases, um Heu daraus zu machen, Sp.
-
10 καρᾱ-τομία
καρᾱ-τομία, ἡ, das Kopfabschneiden, Köpfen, Sp., wie Schol. Lycophr. 483.
-
11 κερ-τομία
κερ-τομία, ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυϑήσασϑαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.
-
12 γεω-τομία
-
13 καινο-τομία
καινο-τομία, ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.
-
14 καλαμη-τομία
καλαμη-τομία, ἡ, das Halmabschneiden, Mähen, Philp. 19 (VI, 36).
-
15 γοργο-τομία
γοργο-τομία, ἡ, das Abschneiden des Gorgohauptes, Strab. VIII p. 379.
-
16 κηλο-τομία
κηλο-τομία, ἡ, das Schneiden eines Bruches, Paul. Aeg.; von κηλο-τόμος, einen Bruch schneidend, operirend.
-
17 εὐθυ-τομία
εὐθυ-τομία, ἡ, der gerade Schnitt, Sp.
-
18 δρυο-τομία
δρυο-τομία, ἡ, das Holzfällen. Bei Plat. Legg. III, 678 d das gefällte Holz.
-
19 διχο-τομία
διχο-τομία, ἡ, dasselbe; Arist. part. an. 1, 3; Plut. u. a. Sp.
-
20 δενδρο-τομία
δενδρο-τομία, ἡ, das Fällen der Bäume, Sp.
См. также в других словарях:
τομία — τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc nom/voc/acc dual τομίας one who has been castrated masc voc sg τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc voc sg (attic) τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίᾳ — τομίαι , τομίας one who has been castrated masc nom/voc pl τομίᾱͅ , τομίας one who has been castrated masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομία — ἡ, Μ η τομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τομή, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
τόμια — τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίας — τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc acc pl τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίαν — τομίᾱν , τομίας one who has been castrated masc acc sg (attic epic doric aeolic) τομίας one who has been castrated masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμι' — τόμια , τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμοτομία — η ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση στον θάλαμο τού εγκεφάλου με σκοπό την καταστροφή τών συνδέσεων διαφόρων τμημάτων του με άλλα νευρικά κέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + τομία (< τομος < τέμνω) πρβλ. αγγειο τομία, φλεβο τομία] … Dictionary of Greek
ιστοτομία — η η ανατομική εξέταση τών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο τομία, ομφαλο τομία] … Dictionary of Greek
κορυφοτομία — η το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία, υλο τομία] … Dictionary of Greek
πυροτομία — ἡ, Α ο θερισμός τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομία, λιθο τομία] … Dictionary of Greek