Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ τόμια

См. также в других словарях:

  • τομία — τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc nom/voc/acc dual τομίας one who has been castrated masc voc sg τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc voc sg (attic) τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc gen sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομίᾳ — τομίαι , τομίας one who has been castrated masc nom/voc pl τομίᾱͅ , τομίας one who has been castrated masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομία — ἡ, Μ η τομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τομή, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • τόμια — τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομίας — τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc acc pl τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομίαν — τομίᾱν , τομίας one who has been castrated masc acc sg (attic epic doric aeolic) τομίας one who has been castrated masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόμι' — τόμια , τόμιον victim cut up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμοτομία — η ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση στον θάλαμο τού εγκεφάλου με σκοπό την καταστροφή τών συνδέσεων διαφόρων τμημάτων του με άλλα νευρικά κέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + τομία (< τομος < τέμνω) πρβλ. αγγειο τομία, φλεβο τομία] …   Dictionary of Greek

  • ιστοτομία — η η ανατομική εξέταση τών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο τομία, ομφαλο τομία] …   Dictionary of Greek

  • κορυφοτομία — η το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία, υλο τομία] …   Dictionary of Greek

  • πυροτομία — ἡ, Α ο θερισμός τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομία, λιθο τομία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»